Χαρμίδας

Χαρμίδας
Χαρμίδᾱς , Χαρμίδης
masc acc pl (doric)
Χαρμίδᾱς , Χαρμίδης
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Χαρμίδας — Επιφανής Σπαρτιάτης, που έζησε κατά τον 8o αι. π.Χ. Ο X. διακρινόταν για τη σύνεσή του. Γι’ αυτό και, στα χρόνια της βασιλείας του Αλκαμένη, του γιου του Τήλεκλου, στάλθηκε στην Κρήτη, για να μεσολαβήσει για την κατάπαυση των προστριβών ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”